- χειρόφρενο
- το, Ν1. φρένο που λειτουργεί με το χέρι και χρησιμοποιείται κυρίως σε περίπτωση στάθμευσης ή σε δύσκολους χειρισμούς2. φρ. «βάζω χειρόφρενο»μτφ. σταθμεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ποδόφρενο — το φρένο, τροχοπέδη που λειτουργεί με το πόδι (αντίθ. χειρόφρενο): Πολλά ποδήλατα δεν έχουν χειρόφρενο, αλλά ποδόφρενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek